Παρουσίαση του βιβλίου «Τα κορμιά δεν ξεχνούν», του Δημήτρη Λαμπρόπουλου Κέντρο Ευρωπαϊκών Εκδόσεων Χάρη Πάτση, Αθήνα 2021
Η ποιητική συλλογή "Τα κορμιά δεν ξεχνούν", του Δημήτρη Λαμπρόπουλου, είναι ένα ταξίδι στη μνήμη του σώματος, στον έρωτα και στα αποτυπώματα που αφήνει πάνω μας η συναισθηματική εμπειρία. Ο τίτλος της συλλογής είναι ιδιαίτερα εύγλωττος και φορτισμένος με συναισθηματικό βάθος. Υποδηλώνει τη δύναμη της σωματικής και ψυχικής ανάμνησης, καθώς και την αδυναμία του ανθρώπου να αποκοπεί από τις εμπειρίες που τον έχουν καθορίσει. Επιπλέον, αναδεικνύει την κεντρική θεματική του βιβλίου: τη διαρκή επίδραση του έρωτα, του πάθους, της επιθυμίας και της απώλειας πάνω μας.
Αυτό σημαίνει ότι οι εμπειρίες δεν αποθηκεύονται μόνο στο μυαλό ή στην ψυχή, αλλά και στο σώμα. Το σώμα θυμάται τα αγγίγματα, τις στιγμές έντασης, τις συναντήσεις και τους αποχωρισμούς. Αυτή η σωματική μνήμη είναι συχνά ακούσια και ανασύρεται ξαφνικά, με μια μυρωδιά, ένα άγγιγμα ή ακόμα και ένα αίσθημα απουσίας.
Η αφιέρωση της συλλογής ενισχύει αυτή την ιδέα: ο ποιητής αφιερώνει το έργο του σε όσους τον "διεκδίκησαν, πολιόρκησαν, κατέλαβαν και αποίκισαν", όχι μόνο στο μυαλό και στην ψυχή του, αλλά και στο σώμα του. Αυτό αποκαλύπτει ότι ο ποιητής βιώνει τον έρωτα ως μια δυναμική διαδικασία, όπου το "εγώ" αλληλεπιδρά με το "εσύ" σε ένα παιχνίδι εξουσίας, παράδοσης και μνήμης.
Παράλληλα, ότι οι σχέσεις αφήνουν ανεξίτηλα σημάδια, πως ο έρωτας δεν είναι απλά μια συναισθηματική διαδικασία, αλλά και μια σωματική εμπειρία που δεν μπορεί να ξεχαστεί. Έτσι, η έννοια του έρωτα διατρέχει τη συλλογή, όχι μόνο ως πάθος και ένωση, αλλά και ως απώλεια, νοσταλγία, σύγκρουση και λύτρωση.
Ο τίτλος αφήνει επίσης, ανοιχτό το ερώτημα: είναι αυτή η μνήμη κάτι όμορφο ή κάτι βασανιστικό; Είναι μια πηγή ευτυχίας ή ένας αβάσταχτος πόνος; Από το περιεχόμενο της συλλογής, φαίνεται πως η ποίηση ισορροπεί ανάμεσα στη νοσταλγία και στο τραύμα, στον ερωτισμό και στη μοναξιά, στην ένωση και στην απώλεια.
Αναμφίβολα, "Τα κορμιά δεν ξεχνούν", είναι ένας έργο που περιέχει ένταση, αλήθεια και μια υπαρξιακή συνειδητοποίηση: οι σχέσεις που μας καθόρισαν, μας ακολουθούν πάντα. Ο έρωτας αφήνει ίχνη που δεν σβήνουν ούτε από το χρόνο, ούτε από τη λήθη. Το σώμα θυμάται—και αυτή η μνήμη το καθορίζει.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι από το περιεχόμενο του έργου, μπορούμε να διακρίνουμε διάφορες φάσεις της ερωτικής εμπειρίας, όπως την απαρχή του έρωτα ("Έρωτες βαθυπέλαγοι", "Το μυστικό", "Εμείς", "Στη σκέψη σου"), την ένταση και την επιθυμία ("Λαχτάρα", "Όταν είμαστε μαζί!", "Σου μίλησα έρωτες"), την κρίση και την αμφιβολία ("Έτσι, για να σκάσεις!", "Μεταποίηση", "Αλλαγή πλεύσης", "Χωρίς αντίσταση"), την απώλεια και τη νοσταλγία ("Ξανά πάλι", "Η απουσία", "Μια ανάσα", "Έφυγα") και τελικά, την αποδοχή και την κάθαρση ("Η εξομολόγηση", "Έχε γεια!", "Καθείς εφ’ ω ετάχθη").
Με αυτόν τον τρόπο, η συλλογή αποτυπώνει έναν πλήρη κύκλο της ερωτικής εμπειρίας, από το πρώτο σκίρτημα, την έξαρση του πάθους, τη φθορά, την απομάκρυνση και εντέλει, την εξομολόγηση ή την αποδοχή της πραγματικότητας.
Ο ποιητικός λόγος του συγγραφέα, είναι άμεσος, δυνατός και γεμάτος συναισθηματική ένταση. Οι λέξεις φορτισμένες με την προσωπική του εμπειρία, μεταφέρουν έναν λόγο που ισορροπεί ανάμεσα στο πάθος και τη μελαγχολία, με μια γλώσσα εκφραστική, δυναμική, γεμάτη μουσικότητα, μελωδία, εικόνες, συναίσθημα. Επιπρόσθετα, η γλώσσα του είναι εικονική και αισθητηριακή, γεμάτη αντιθέσεις μεταξύ φωτός και σκοταδιού, καλοκαιριού και απόδρασης, απόλυτης αγάπης και υπαρξιακής μοναξιάς. Εναλλάσσεται ανάμεσα στη λυρική απλότητα και την έντονη συναισθηματική φόρτιση, χρησιμοποιώντας μεταφορές και συμβολισμούς, όπως στο ποίημα "Είμαι ό,τι είσαι", όπου η ένωση των ερωτευμένων γίνεται ένα παιχνίδι φωτός και καθρεπτισμάτων:
"Είμαστε δυο ακτίνες που νίκησαν το καπνισμένο γυαλί".
Συμπληρωματικά, το ύφος της συλλογής είναι ειλικρινές και άμεσο. Η επανάληψη φράσεων, όπως "Έτσι τους θέλουμε τους έρωτες μας", υπογραμμίζει την εμμονή και τη βαθιά επιθυμία του ποιητή για έναν έρωτα αληθινό, απόλυτο, χωρίς εκπτώσεις.
Σημαντικό είναι το γεγονός, ότι η ποίηση του Λαμπρόπουλου βασίζεται σε ποικίλες τεχνικές, που ενισχύουν τη συναισθηματική δύναμη των στίχων του. Οι επαναλήψεις λόγου χάρη, δίνουν ρυθμό και έμφαση στα συναισθήματα. Οι αντιθέσεις τονίζουν τη σύγκρουση ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, το φως και το σκοτάδι, την παράδοση και την επανάσταση, όπως διαφαίνεται σε πολλά ποιήματα.
Εκτός αυτού, η θάλασσα, το ηλιοβασίλεμα, τα μαλλιά, τα κορμιά, η ανάσα – όλα αποκτούν έναν βαθύτερο συμβολισμό, που εκφράζει τον έρωτα ως μια εμπειρία και ένα μεγαλείο, που ξεπερνά το στιγμιαίο και γίνεται αίσθηση, μνήμη, αιωνιότητα, πάθος ("με φωτιά τα πάθη, να κυλούν στο σώμα και να το νοτίζουν"),ένωση και αλληλοσυμπλήρωση ("Είμαι ό,τι είσαι"),νοσταλγία και σωματική μνήμη ("Στη σκέψη σου, έλυσα κάβους σαν μπάρκο αλανιάρικο"), υπαρξιακή υπέρβαση, μια στιγμή μέσα στον χρόνο που ξεπερνά την περατότητα του ανθρώπου και γίνεται "μια χρονική υπεξαίρεση στο αιώνιο".
Ο έρωτας για τον λογοτέχνη μας είναι απόλυτος, απαιτητικός, αληθινός και απρόβλεπτος. Δεν είναι απλά ένα συναίσθημα, αλλά μια δύναμη που κατακλύζει, καταλαμβάνει και μεταμορφώνει.
Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, η ποιητική συλλογή ξεχωρίζει για την αυθεντικότητά της. Η ποίηση του Λαμπρόπουλου δεν είναι επιτηδευμένη. Αντίθετα, ρέει φυσικά, αποτυπώνοντας τις πιο έντονες ανθρώπινες εμπειρίες. Επίσης, διακρίνεται για την έντονη εικονοποιία. Θυμίζει κινηματογραφικά καρέ γεμάτα κίνηση, φως και σκιές, ενώ ο ρυθμός και η ροή των στίχων δημιουργούν μια αρμονία που καθηλώνει τον αναγνώστη, διότι είναι ποίηση που "μιλάει", τον κάνει να αισθανθεί, να θυμηθεί, να ταυτιστεί.
Έτσι, ο ποιητής καταφέρνει να ισορροπεί ανάμεσα στο προσωπικό βίωμα και την καθολικότητα της ανθρώπινης εμπειρίας του έρωτα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ποίημα "Μια ανάσα", όπου οι στίχοι είναι σαν ανάσες που κόβονται:
"Πώς να γίνεις παρελθόν/με τόσες λίγες στιγμές παρόν!"
Η σύντομη, κοφτή διατύπωση ενισχύει το αίσθημα της αγωνίας και της αδυναμίας να ξεχαστεί ένας έρωτας που εισχωρεί στη μνήμη, σχεδόν βιολογικά, σαν την αναπνοή.
Από την άλλη, το ποίημα "Χαρτί και μολύβι" είναι από τα πιο δυνατά, καθώς δείχνει πώς η αγάπη και η σωματική ένωση μετατρέπονται σε γραφή:
"Ποτέ μου δεν φαντάστηκα όταν θα χωρίζαμε,/ότι τα κορμιά μας θα γίνονταν χαρτιά και οι έρωτες μολύβια".
Εδώ ο ποιητής αναδεικνύει το πένθος της ερωτικής απώλειας, αλλά και την τάση να αποτυπώνει στο χαρτί όσα δεν μπορούν να βιωθούν πλέον στην πραγματικότητα. Η πράξη της γραφής μετατρέπεται σε συνέχεια του έρωτα, σε έναν τρόπο να επιβιώσει η μνήμη.
Το "Κονσέρτο", υιοθετεί μια πιο θεατρική και δραματοποιημένη προσέγγιση. Ο ποιητής παρουσιάζει τον έρωτα ως παράλογη παράσταση, όπου ο ίδιος είναι ταυτόχρονα τραγουδιστής και θεατής:
"Τραγωδός και θεατής μοναδικός – εγώ/Σε κονσέρτο παράλογο!"
Ο έρωτας εδώ παίρνει διαστάσεις θεάματος, όπου το πάθος, η νοσταλγία και η απώλεια γίνονται συμφωνία που αντηχεί στο σύμπαν. Η υπερβολή και η θεατρικότητα αποτυπώνουν την ένταση των συναισθημάτων.
Έπειτα, στο ποίημα "Τρία γράμματα", ο συγγραφέας φτάνει στο σημείο της αποκοπής, της τελικής προσπάθειας να απομακρύνει τον άλλο από μέσα του:
"Μου έχουν μείνει λίγες ακόμα ανάσες,/για να σβήσω τα τελευταία/3 γράμματα από το όνομά σου".
Εδώ ο έρωτας ταυτίζεται με τη γλώσσα, με το ίδιο το όνομα του αγαπημένου προσώπου. Η ιδέα ότι κάποιος προσπαθεί να διαγράψει ένα όνομα δείχνει την αδυναμία της λήθης. Η σχέση μνήμης-ονόματος θυμίζει την οδύνη που προκαλεί η ίδια η ύπαρξη του αγαπημένου στην ανάμνηση.
Η ποίηση του Δημήτρη Λαμπρόπουλου υπενθυμίζει ότι οι άνθρωποι, όσο κι αν προσπαθήσουν, δεν μπορούν ποτέ πραγματικά να ξεχάσουν—γιατί τα κορμιά, οι σκέψεις και τα ονόματα κουβαλούν πάντα μέσα τους τον απόηχο όσων αγάπησαν.
Ολοκληρώνοντας, "Τα κορμιά δεν ξεχνούν", είναι μια βαθιά συγκινητική συλλογή, που υμνεί τον έρωτα όχι μόνο ως συναίσθημα, αλλά και ως βίωμα, μνήμη και μεταμόρφωση. Ο συγγραφέας καταφέρνει με μοναδική επιδεξιότητα και ταλέντο να δημιουργήσει ποίηση, που δεν περιγράφει απλώς τον έρωτα, αλλά τον κάνει να ζει μέσα στις λέξεις του. Είναι μια ποιητική φωνή που δεν φοβάται να μιλήσει για πάθος, απώλεια, ένωση και υπέρβαση—μια φωνή που επιβεβαιώνει ότι, πράγματι, τα κορμιά δεν ξεχνούν. Μια συλλογή που εξερευνά το βάθος των συναισθημάτων και τον τρόπο που ο έρωτας χαράσσεται ανεξίτηλα μέσα μας.
Σοφία Σκλείδα, Φιλόλογος, Συγγραφέας, Διδάκτωρ Συγκριτικής Παιδαγωγικής, Μέλος του Δ.Σ της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών

Εξαιρετική η παρουσίαση της ποιητικής συλλογής "Τα κορμιά δεν ξεχνούν" του Δημήτρη Λαμπρόπουλου από την κριτικό και συγγραφέα Σοφία Σκλείδα.
ΑπάντησηΔιαγραφή