Τρίτη 25 Μαρτίου 2025

"25η Μαρτίου … κάθε χρόνο" της Σταυρούλας Δεκούλου

 

(Η ζωγραφιά από το διαδίκτυο έχει την υπογραφή των μαθητών που την έφτιαξαν)

Έφυγα από το σπίτι νωρίς το πρωί, σήμερα, 25η Μαρτίου. Πριν βγω από την πόρτα έλεγξα άλλη μία φορά τη σιδερωμένη φούστα, το κολλαριστό πουκάμισο, τα γυαλισμένα μαύρα παπούτσια, το μπεζ καλσόν. Όλα έτοιμα και καμαρωτά περίμεναν από την προηγούμενη στις κρεμάστρες τους να τιμήσουν τους Ήρωες. Ήταν όλα στην εντέλεια. Στις δώδεκα το μεσημέρι ξεκινούσε η παρέλαση.

Όμως εγώ δεν θα την έβλεπα. Δεν θα καμάρωνα την περπατησιά της και τα μαλλάκια της που από χτες τα είχα πλέξει με περισσή φροντίδα. Δεν θα χειροκροτούσα δακρυσμένη, γεμάτη καμάρι… γιατί καμάρι είναι να θέλουν τα παιδιά σου να διαβαίνουν στα βήματα των Ηρώων. Δεν θα βαστούσα την μικρή μου αγκαλιά να κουνά όλο χαρά τη σημαιούλα της και να λέει,

«Κοίτα μαμά! Πάλι ο παππούς θα μας βλέπει από ψηλά και θα καμαρώνει»

Τίποτα από αυτά δεν έκανα γιατί σήμερα ο δικός μου ο πόλεμος, ο δικός μου αγώνας όπως και πολλών άλλων γινόταν πίσω από πόρτες κλειστές. Παλεύαμε με τη ζωή να την κάνουμε να κρατήσει λίγο παραπάνω. Παλεύαμε να στεγνώσουμε τα μάτια των γονιών στον ύστατο αποχαιρετισμό. Και γίνηκαν τα δάκρυα θάλασσα και εμείς χωρίς καράβια παλεύαμε με τα κύματα του πόνου. Και γίνηκε ο πόνος φωτιά κι έκαιγε τα πάντα γύρω του. Γιατί είναι δύσκολος ο αποχαιρετισμός όταν δεν ακολουθεί τη φυσική ροή της η ζωή.

Σήμερα οι ουρανοί ήταν ανοιχτοί για να φτάσει η είδηση του Ευαγγελισμού στη γη. Σήμερα ήταν μια υπέροχη μέρα γιατί οι άγγελοι ένωσαν και πάλι τη γη με τον ουρανό και η γέφυρα όποιος τη διάβαινε ήταν λουσμένη στο φως του Θεού.

Αρκέστηκα σε ένα τηλέφωνο να βεβαιωθώ πως όλα στο σπίτι ήταν καλά και η μικρή έφυγε για την παρέλαση. Αρκέστηκα σε ένα "σ’ αγαπώ" από μακριά και ένα "θα είναι σαν να είμαι εκεί" και συνέχισα. Και γύρω στις δώδεκα και κάτι σαν ήχησε το τηλέφωνο … άκουσα στην άλλη άκρη τη φωνή του εκφωνητή… "παρελαύνει το 1ο Γυμνάσιο Ζωγράφου",  τα εμβατήρια, τα χειροκροτήματα κι ύστερα έκλεισε.

Σκούπισα τα μάτια μου…

Σήμερα η μέρα μου όπως και πολλών άλλων ήταν ένας πόλεμος… Μακριά από μας η ζωή νικούσε και τα παιδιά περπατούσαν περήφανα, ενώ εκεί που ήμασταν η μάχη χανόταν και όλοι μας μετρούσαμε τις πληγές μας …

Η έννοια του Ήρωα όσο περνούν τα χρόνια πλουτίζει, γιγαντώνεται, αποκτά χιλιάδες διαστάσεις. Τιμούμε τη θυσία τους πράττοντας το σωστό, ορθώνοντας το ανάστημά μας, επιλέγοντας το δίκαιο και όχι το ευχάριστο, κλέβοντας από τον εαυτό μας και χαρίζοντας αλλού, μοιράζοντας και όχι σκορπώντας, προσπαθώντας για τη ζωή, την παιδεία, την οικογένεια, το ψωμί και το δίκιο του διπλανού μας.

Γινόμαστε Ήρωες στην σκιά των Ηρώων για να δικαιώσουμε το αίμα τους που ακόμα αχνίζει στη γη …

Σήμερα δεν πήγα στην παρέλαση, δεν είδα το παιδί μου ...

(Ξέρω όμως πως με είδες εσύ Πατέρα, να περπατώ σωστά τα χνάρια τα δικά σου… )

Χρόνια σας πολλά Έλληνες!


Σταυρούλα Δεκούλου,

Λογοτέχνις, Μέλος Δ.Σ. Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών


Σταυρούλα Δεκούλου - Φωτεινή Παππά "Με πένα και χρωστήρα"


(Της Πατρίδας μου η σημαία, Φωτεινή Παππά)



Της Λευτεριάς ο Ύμνος
 
Βήματα που αχνοφαίνονται
βήματα τιμημένα
σε κάμπους, σε βουνοπλαγιές
με αίμα ποτισμένα.

Κορμιά νεκρά που πλήρωσαν
τη Λευτεριά με πόνο
με θάνατο, με βάσανα
χαμένα μες στο χρόνο.

Ήρωες που σηκώσανε
της Λευτεριάς τα βάρη
που χάθηκαν για ν’ ακουστεί
της λύρας το δοξάρι.
 
Σκύβω κι ανάβω ένα κερί,
ένα λουλούδι αφήνω
και η ψυχή μου τραγουδά
της Λευτεριάς τον Ύμνο!

Σταυρούλα Δεκούλου
(Αθήνα, 2014)




(ΤΙΜΗ και ΔΟΞΑ , Φωτεινή Παππά)


Με γαλανόλευκη μελάνη

Ανάρια δαντέλα ο αφρός των κυμάτων
στολίζει με χάρη του πελάγου το κυανό.
Φωτιά και μπαρούτι γιομίζει ο αέρας
τουφέκι που στάζει μελάνι, κρατώ.
Κακό και αντάρα θωρώ να ζυγώνει
τον τόπο που τόσο πολύ αγαπώ
περάσανε χρόνια, δεκάδες αιώνες
κι ακόμα δε βρήκε στη Γη, αδερφό.
Μονάχος πασχίζει, τα ιμάτια σκίζει
να μείνει καθάριο το μπλε τ’ ουρανού
χτυπιέται πονάει, μα πάντα λυγάει
στο άψυχο βλέμμα ενός ναυαγού.
Μικρή μου πατρίδα μεγάλων ηρώων
πώς τάχα αντέχεις χωρίς να δακρύζεις
σαν βλέπεις στη λάσπη να ρίχνονται όσα
τόσους αιώνες να σώσεις πασχίζεις;
Μια χούφτα γενναίοι του κόσμου τα τείχη
προτάξαν τα στήθη μπροστά στο κακό,
ματώσαν, πονέσαν, ξανά δε γυρίσαν
μα στήσαν τον ήλιο στον ουρανό.
Κι ανέτειλε το άσπρο που τόσο αγαπάω
στο μπλε να σχεδιάζει έναν σταυρό
γλυκά να φιλάει, με τιμή να σκεπάζει
όσους χαθήκαν για να γράφω... Εγώ!

Σταυρούλα Δεκούλου

Δευτέρα 24 Μαρτίου 2025

ΕΡΙΜ ΤΟ ΕΒΡΑΙΟΠΟΥΛΟ του Βασίλη Γεωργιάδη





Σας τους Οβραίους, έλεγε ο φίλος μου ο Ισμαήλης ενώ ανηφορίζαμε στο κονάκι του, σας άφηκε ο Θεός στη γη για να δοκιμάσει τους ανθρώπους. Σας έβαλε να μετρήσετε τα δεντριά της και τα ζα της. Ούλα της γης τα καλά και τα κακά. Κι εσείς του δώκατε λαθεμένο λογαριασμό, με τρόπο. Μην τύχει και σας δώσει λίγο στο μοίρασμα. Κρύψατε στις σπηλιές μερικά γίδια. Φυλακώσατε μερικά πουλιά. Και τα  δεντριά στις ρουμανιές δεν τα υπολογίσατε, ξεπίτηδες. Μιακι ήτανε βαθιά κι ομιχλοσκεπασμένα και δύσκολα θα ταέβλεπε, τα βγάλατε απόξω. Κι έτσι τον ξεγελάσατε τον Αφέντη, κι άμα αυτός το ανακάλυψε ήταν αργά. Είχε περάσει η οργή του και σας είπε μοναχά σπαγγοραμένους Αυτά μου τσαμπούναγε ο Ισμαήλης κι όταν φτάσαμε πια στο κονάκι του, άνοιξε την πουκαμίσα του και μου ’δειξετην πληγή.

Εσύ, μικρό παιδί Ερίμ. Θα μεγαλώσεις όμως. Θα μπεις στον νταϊφά του αφέντη μου και θα πολεμήσεις μαζί μας. Ούλους θα τους πολεμήσουμε. Και τους Γραικούς και τους Φραντζέζους και τους Ρούσους. Ούλους που πάνε κόντρα στα θελήματα του Σουλτάνου μας. Κι αυτούς εδώ τους Γκιαουραίους που σκώνουνε τη μύτη, θα τους καταπιούμε ζωντανούς. 

Το ’πε μονορούφι να ξαλαφρώσει. Χαμηλόφωνα μην τον ακούσουνε.

Αχ, Ανάπλι, πόλη μας, σπίτι εσύ πια των ραγιάδων. Απόσωσε τον λόγο του και χάθηκε στο κονάκι. Κοίταξα βαθιά την πόλη όπου γεννήθηκα. Φύτρα της έρημος οι γονέοι μου. Ξεριζωμένοι. Με τον καυτό ήλιο στις φλέβες τους. Γυρολόγοι με τον ημίονο και χαϊμαλιά. Και τα ξόρκια σουδιασμένα στα χωνιά με το λιβάνι και τη μέντα. Όμως δώ ριζώσανε, στ’ Ανάπλι. Πιάσανε την καλή με ενέχυρα και δανειστικά. Είχανε και τα μαλάματα της Βηρυτός. Ξαφρισμένα, κρυφόλεγε η γραία μου, κι ο κύρης μου κοκκίνιζε και βλαστήμαγε τότες. «Οβραίοι είμαστε. Άλλη μοίρα έχουμε».

Τούτο το φθινόπωρο στ’ Ανάπλι ήρθε με κρυφομιλήματα. Πρόωρα. Πίσω μας, τ’ Αρκαδικά βουνά κατάπιαν τα γνέφια στα γλήγορα. Μόνο η αγράμπελη στο Παλαμήδι δεν βιάστηκε να μαραθεί. Έρχεται χειμώνας και τούτα τα μέρη δεν βολεύονται χωρίς μόσκο κι ευωδιά. Και τούτο το Παλαμήδι, από πίσω μας, πέτρινο σκιάδι που μας κρύβει τον ήλιο απ’ την αυλίτσα μας. Και δεν πολυβγαίνει η Ανεζίνα μου πια να τη βλέπω, η γειτονοπούλα με τις ελιές στα μάτια, παρά μόνο ακώ το τραγούδι της από μέσα. Από μακριά ακούγεται η φωνή του ντελάλη. Κραυγή βαθρακίσια καλύτερα σ’ αβυσσαλέο πηγάδι. Μόλις που καταλαβαίνεις τι λέει.

Σήμερα, με το φονικό του Κυβερνήτη, του κυρ Γιαννάκη του Καποδίστρια, όλοι ξεσηκωθήκανε. Κάθε λίγο και λιγουλάκι ντελάλης. Όλοι επιποδός. Προεστοί και παπουτσήδες. Καλαμαράδες και μπαλωματήδες. Παπάδες και καπεταναίοι. Αλαφιασμένοι τρέχουν δώθε-κείθε. Σταυροκοπήματα απειλές και κλάματα. Γραικοί, Τουρκιά, Γύφτοι, Οβραίοι κι Αρμένηδες, όλοι ένα χαρμάνι. Ανακρίσεις, κατάρες, κουριαχτός. Και το αίμα ν’ ανάβει. Το λάδι στη φωτιά του γδικιωμού.

Αποσπερού, ήρθε στον αφέντη μου ο κυρ-Αλεξάκης ο Μοθωνιός, παλιόφιλος του πατέρα μου. Έδεσε τον ψαρή του με το ξεφτισμένο χαλινάρι απόξω. Μπήκε κι έκατσε βολικά στο μιντέρι αλά-τούρκα. Χάιδεψε τα γένια του αφηρημένα. Δεν ήξερε από πού ν’ αρχινήσει.

Γάδαρος γκρεμιέται, διάολος ορχιέται, ψιθύρισε κάποια στιγμή και στέναξε. Μπόσικος άνθρωπος ήτανε ο Κυβερνήτης, Θεός σχωρέστονε. Πήγαινε και γυρεύοντας, είπε κι ανακλαδίστηκε στο μιντέρι.

Τα μάτια του πατέρα μου καρφώθηκαν στα δικά μου. Ήτανε απ’ τα βλέμματα τα βαριά κι ασήκωτα. Πρέπει να βιαστείς να χαμηλώσεις το δικό σου καταγής.

Πέρνα απόξω, Ερίμ, άμε στην Ανεζίνα να παίξεις.

Διαταγή. Και στο κεφαλόσκαλο, τ’ Ανάπλι νυχτωμένο με τα λιγοστά του φώτα. Ανήσυχη μέρα. Πάνω που ριζώσαμε κι είδαμε αγανές μέρες και Θεού πρόσωπο, πάλι το καζάνι με το μπλιγούρι που χοχλάζει. Και πετάει τις φυσούνες του και μας ζεματάει το πρόσωπο. 

Στάθηκα στην αποθηκούλα μας κι έβλεπα το παραθυράκι αντίκρυ της Ανεζίνας. Μύριζε σαπουνόνερο από κει. Είχε τη γούβα της η μάνα μου κει μέσα και μπουγάδιαζε. Κράτησα την ανάσα μου. Η Ανεζίνα άρχιζε το τραγούδι. Ύστερα ερχόντανε ο αφέντης της και σταμάταγε. Έβγαζε τα κοκαλένια πασουμάκια και συγύραγε. Ο αφέντης της ήταν ουλεμάς. Λόγιο τον λέγανε οι Γραικοί. Σε δυσμένεια. Κι από Γραικούς και Σουλτάνο. Και τώρα που τ’ Ανάπλι το ’χουνε οι Ρωμιοί κι εμείς οι ξενομερίτες αποτραβηχτήκαμε εδώ κάτω από το Παλαμήδι, μια πιθαμή απ’ τα τειχιά του, κάτι τέτοιοι αβέρτοι ανθρώποι σαν κι αυτόνε είναι ύποπτοι στο καινούργιο κουβέρνο.

Άρχισε ψιλόβροχο, κι αναριγιάσανε τα πόδια μου με τα κοντά βρακιά. Η Ανεζίνα άλλαξε τελικά τον σκοπό. Τον τράβηξε στο ναμάζι (μωαμεθανική προσευχή). Κι εγώ, μια άκουγα αυτήνε και μια τους πόντικες, απ’ τη μεριά της αποθηκούλας με το σαπουνόνερο, να κριτσανίζουν τα πάτερα.

Η κουρτινέλλα ρίπιζε κι άφηνε λίγο μπογάζι. Ίσα-ίσα να βλέπω τι γινότανε μέσα. Έβλεπα τον κυρ Μοθωνιό με τα χέρια ριγμένα στο πλάι να μιλάει στον κύρη μου. Κι ήξερα για το κρέντιτο που ήρθε να ζητήσει. Ήξερα γιατί τα θέλανε τα λεφτά οι Μαυρομιχαλαίοι. Όλα τα ήξερα. Κι ακόμα, πως ο κυρ-Αλεξάκης ο Μοθωνιός ήτανε άνθρωπός τους. Κι ο επίσημος ζήτουλάς τους. Αυτοί κάνανε το φονικό κι ανακατέψανε τη Γραικιά τώρα που πήρε τ’ απάνω και σήκωσε το κεφάλι.

Άφησα το στήσιμο του αυτιού και έκανα να μπω. Το πόδι μου πήρε το μαστραπά που ’χε η μάνα μου με το σαπουνόνερο και τον κουβάριασα στη σκάλα. Από τον γδούπο σταματήσανε οι κουβέντες κι ο ψαλμός της Ανεζίνας. Έτρεξα σαν τρελός προς τα κάτω. Δυο δυο τα σκαλιά. Χωρίς να το καταλάβω έφτασα στο στενούλι που βγαίνει στον Άγιο Σπυρίδωνα. Στο φονικό. Εκεί όπου το Εβραιόπουλο, εγώ, ο Ερίμ, σήμερα το πρωί, παίζοντας με τ’ αδέρφια μου Γραικόπουλα και κάτι Τουρκάκια που ξέμειναν οι
γονείς τους στ’ Ανάπλι, είδα κι άκουσα πολλά.

Πρώτα πέρασε ο κυρ Γιαννάκης. Ο Κυβερνήτης. Μ’ αργό βήμα και σκεφτικός. Είχε αρχίσει η λειτουργία του Άγιου. Ύστερα, απ’ το στενούλι πέρασε ο ένας κόρακας, ο αδερφός. Αγριεμένος με πηδηχτό βήμα. Ύστερα το μπαμ και μετά πέρασαν κι άλλοι κι άλλοι. Όλοι κυνηγούσανε κάτι. Τον φονιά και την αιτία. Τη συνείδηση που ξεμαντάλωσε τις πόρτες κι έψαχνε γρήγορα για τον Δικαστή!Ζάρωσα στη γωνιά και είδα. Είδα τον άλλο τον κόρακα,χτυπημένο. Τρέκλιζε. Τον βαρέσανε στρατιωτικοί. Κι έναν, κρεολό, αβτζή υπηρέτη που γύρναγε απ’ το κυνήγι κι έτυχε στο φονικό. Ένιωσα δύστυχος και πολύ μικρός μπροστά σ’ αυτά. Να με καταπιεί η γης ήθελα. Κι έτρεξα στ’ ανηφόρι του Ισμαήλη με φόρα. Να χαθώ μακριά απ’ το αίμα. Μπούχτισα από δαύτο. Να το βλέπω να κυλάει ποταμός. Και τώρα πάλι ρωμαίικο. Ακόμα δεν καλοπατήσανε στη γη τους. Μυστήρια πράματα. Μόνο τούτοι εδώ οι Γραικοί το ’χουνε. Η κεφαλή μου ζαλίστηκε και ζεματάει. Σαν τότες με τη θερμασιά στα ’24.

Τώρα τον ξέρω το λόγο του κύρη μου τον αυριανό. Θα μας καλέσει κοντά του. Μισοξαπλωμένος στο μιντέρι. Θα ’χει και το σακουλάκι με τα γρόσα και τις αιγυπτιακές. Κρεμαστό απ’ την τραχηλιά. Ούλες του τις οικονομίες. Απ’ το γυρολόγι και τα δανειστικά. Το κλειδί της παράδεισος. Χωρίς τούτονε τον παρά δεν σ’ ανοίγουνε ούτε φεγγίτη. Ούτε χαραμάδα πες καλύτερα. Και ξέρω τι θα μας πει έτσι που θα περιμένουμε όρθιοι κι ακούνητοι τον ορισμό του. Η μάνα θα κλαίει. Κι οι γαδάροι απόξω δεμένοι κι ούλο της το προικιό φορτωμένο σε δαύτους. Με τα χαϊμαλιά και τα κουδουνάκια.

«Θ’ αφήσουμε τούτο τον τόπο» θα πει ξερά. «Θα τον αφήσουμε να βράσει στο ζουμί του. Να μείνουνε οι μισοί. Ύστερις θα ’ρθουνε άλλοι τόσοι, πρόσφυγες ίσως, να φάνε τους άλλους τους μισούς. Κάθε τόπος έχει τη δικιά του μοίρα. Τούτοι εδώ όλο τρώγονται. Και τρώνε τους κυβερνήτες σα λουκουμάδες. Θα χαρίσω και το κρέντιτο στην αγορά. Και των Μαυρομιχαλαίων τα εκατό χρυσά θα τ’ αφήσω να μείνουνε χρωστούμενα. Θέλω την ησυχία μου και τη βόλεψη μου. Άντε φορτώστε τώρα και το μαστραπά. Θα τόνε χρειαστούμε στο Πόρτο-Δράκο που θα πάμε». Δεν πρόλαβα να χαιρετίσω τον φίλο μου τον Ισμαήλη. Ούτε την Ανεζίνα με το δροσερό της τραγούδι. Ούτε τον ουλεμά τον κύρη της που ’χε πέσει στη δυσμένεια του Σουλτάνου. Βρέθηκα στον αργείτικο κάμπο με τους δικούς μου. Πίσω τ’ αγαπημένο μου τ’ Ανάπλι, ένας τεράστιος πληγωμένος σταυραετός που χούνιασε στη σπηλιά του Δράκου. Ξεχώριζα τις σταχτιές φτερούγες του ν’ αγγίζουν σπαρταρώντας τα τειχιά του Παλαμηδιού. Να το σκεπάζουνε πέρα ώς πέρα. Να σκεπάζουνε το κρίμα για το φονικό του κυρ Γιαννάκη. Και την ντροπή για τ’ αδερφικό το χέρι που σηκώθηκε αιμοβόρικα. Και το τραγούδι της Ανεζίνας να φτάνει νανούρισμα στ’ αυτιά μου. Και σε λίγο ούτε φωνή ούτε αχός πίσωθέ μας πια, παρά μόνο τα χαϊμαλιά των γαδάρων μας να κουδουνίζουνε. Ντριν... ντριν... ντριν... Εμείς οι Οβραίοι έχουμε άλλη μοίρα...




Βασίλης Γεωργιάδης
Ιστορικός - Λογοτέχνης



Επιμέλεια ανάρτησης: Σταυρούλα Δεκούλου

Πέμπτη 20 Μαρτίου 2025

Γιορτάζουμε τη μέρα της ποίησης με στίχους του Αλεξάντερ Πούσκιν



Θυμάμαι την υπέροχη στιγμή
μπροστά μου πρόβαλες εσύ
σαν φευγαλέο όραμα, σαν πνεύμα
αγνής καθάριας ομορφιάς.
Στης θλίψης μου τ’ ανέλπιδο μαρτύριο,
στης αγωνίας μου τη μάταιη σπουδή
πολύ καιρό αντηχούσε η φωνή σου
κι ονειρευόμουν την ωραία σου μορφή.
Τα χρόνια περνούσαν
η θύελλα των παθών σκόρπισε
τα πρώτα όνειρά μου και ξέχασα
την τρυφερή φωνή και την ουράνια
ομορφιά σου.
Στην ερημιά, στης εξορίας το σκοτάδι
οι μέρες σέρνονταν αργά χωρίς Θεό,
χωρίς έμπνευση και δάκρυ,
χωρίς ζωή, χωρίς αγάπη, κι ομορφιά.
Ξαφνικά, ξυπνάει η ψυχή μου
και να που πρόβαλες εσύ
σαν φευγαλαίο όραμα, σαν πνεύμα
αγνής καθάριας ομορφιάς.
Η καρδιά μου χτυπάει μεθυσμένη
γι’ αυτήν αναστήθηκαν ξανά
θεότητα, έμπνευση και δάκρυ
ζωή, κι αγάπη, κι ομορφιά.


ΑΛΕΞΑΝΤEΡ ΠΟΥΣΚΙΝ 
Απόδοση απ’ τα Ρωσικά, ΧΡΥΣΑΝΘΗ ΚΑΚΟΥΛΙΔΟΥ


Ο Αλεξάντερ Σεργκέγεβιτς Πούσκιν (1799-1837) ήταν Ρώσος λογοτέχνης, ο μεγαλύτερος ποιητής της Ρωσίας, που θεωρείται και ο δημιουργός της νεότερης ρωσικής λογοτεχνίας και γνωστός φιλέλληνας.


Επιμέλεια ανάρτησης: Σταυρούλα Δεκούλου

Τρίτη 18 Μαρτίου 2025

"ΑΝΘΡΩΠΟΙ … κι ανθρωπάκια" της Σταυρούλας Δεκούλου




Διαβαίνοντας το μονοπάτι της ζωής μου αναγκάστηκα να συναντήσω και να συναναστραφώ πλήθος ανθρώπων. Η φύση της δουλειάς μου, αναγκάζοντάς με να ζω ανάμεσα σε μια λεπτή ισορροπία μεταξύ ζωής και θανάτου με δίδαξε για τα σπουδαία και τα ασήμαντα της ζωής, για τα μικρά και τα μεγάλα. Εκεί όπου ο πόνος και η απώλεια ανθίζει, εσύ ταπεινά ευχαριστείς για τον χρόνο που κάθε μέρα σου χαρίζεται καθώς και για τους ανθρώπους που έχεις γύρω σου.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να γίνει ένας διαχωρισμός. Οι άνθρωποι και ό,τι τους αφορά επιλέγουν με ποιον τρόπο θα εμφανιστούν στους γύρω τους. Πού θα ρίξουν δηλαδή βάρος κατά την πορεία τους στη ζωή, στο «φαίνεσθαι» ή το «είναι».

Το Φαίνεσθαι είναι μια επίπλαστη εικόνα, μια ψευδής αντανάκλαση του τι θα θέλαμε να είμαστε ή πώς να δείχνουμε. Συχνά δε, μεταχειριζόμαστε πολλά τεχνάσματα, αλλά ακόμα και ανθρώπους για να ολοκληρώσουμε την εικόνα μας. Η εικόνα γίνεται αυτοσκοπός, τόσο σημαντικός μάλιστα, ώστε λίγη σημασία δίνουμε στο αν θα πληγώσουμε, θα προσβάλλουμε, θα κατηγορήσουμε ή θα ξεπουλήσουμε ακόμα και την ίδια μας την αξιοπρέπεια με αντάλλαγμα ένα γυαλιστερό περιτύλιγμα, που πολλές φορές δεν είναι καν βαμμένο χρυσό.

Από την άλλη μεριά υπάρχουν και οι άνθρωποι που είναι εραστές του Είναι. Άνθρωποι με νου και ψυχή καθάρια. Αγαπούν να γεύονται τους καρπούς των δικών τους κόπων. Κοιτούν τους άλλους στα μάτια και με το κεφάλι ορθό όπως αρμόζει στους περήφανους και τους λεύτερους. Δεν κρύβονται στα σκοτεινά ούτε πίσω από τις κουρτίνες μήπως και κλέψουν ένα ψίθυρο προς όφελός τους. Τα λόγια τους επιβεβαιώνονται από τις πράξεις τους και σφραγίζονται από την γενικότερη στάση και συμπεριφορά στην καθημερινότητά τους. Όσοι έχουμε την χαρά να βρισκόμαστε κοντά σε τέτοιους ανθρώπους ξέρουμε ότι έχουμε στη ζωή μας έναν αληθινό σύντροφο, έναν ειλικρινή φίλο, έναν πολύτιμο συγγενή.

"Είναι" και "Φαίνεσθαι" μοιράζονται αντίστοιχα οι Άνθρωποι και τα ανθρωπάκια. Ενίοτε θυμώνεις με τους δεύτερους. Αγαπούν την λάμψη τόσο πολύ, αφού μόνο μέσα από αυτή μπορούν να σταθούν στο σκοτάδι της ύπαρξής τους και μπορούν να γίνουν πραγματικά φτηνοί και δυσάρεστοι. Προσεγγίζουν τους γύρω τους ελπίζοντας να τραβήξουν την προσοχή τους και την ίδια ώρα υποχθόνια προκαλούν βλάβη στα ίδια τα άτομα που τολμούν να προσεγγίσουν, που επιζητούν την προσοχή τους μήπως και κλέψουν κάτι από την αλήθεια τους να το εντάξουν στο δικό τους ψέμα. Κάθε βήμα τους αναιρεί το προηγούμενό τους και κάθε τους κίνηση αυτοαναιρεί την επίπλαστη συμπεριφορά και εικόνα τους.

Έχω προβληματιστεί συχνά για το ποιος είναι ο σωστός τρόπος να τους αντιμετωπίσεις. Να τους αποκαλύψεις ή να τους προσπεράσεις; Να τους εκδικηθείς ή να τους συγχωρήσεις; Κατέληξα πως ό,τι και να επιλέξεις απλά τους δίνεις αξία, τους τιμάς με την προσοχή σου και γι’ αυτό η καλύτερη αντιμετώπιση είναι να χαμογελάσεις ευγενικά και να τους προσπεράσεις. Ενδεχομένως και να θεωρήσουν ότι νίκησαν, σε έπεισαν ή σε κορόιδεψαν. Αυτό όμως κρατά όσο και το φως της μέρας. Μόλις ο ήλιος πέφτει τα χρυσόχαρτα παύουν να λάμπουν, είναι άχρηστα και όσοι τα φορούν αναγκάζονται να αντικρίσουν και να συμβιβαστούν με τη γύμνια τους. Κι αλήθεια έχει πολύ παγωνιά το βράδυ όταν είσαι γυμνός από τα ψέματά σου.

Εσείς γυρίστε τα μάτια στους εραστές του Είναι και χαμογελάστε τους. Θα βρείτε μια φωτιά που θα σας κρατά συντροφιά όλες τις ώρες της μέρας, όλες τις εποχές του χρόνου.


Σταυρούλα Δεκούλου, Λογοτέχνις
18/3/15
Δέκα χρόνια μετά κι ακόμα δεν βρήκα μήτε μια λέξη να αλλάξω.

Δευτέρα 17 Μαρτίου 2025

"Στην προσδοκία της σύλληψης" της Κατερίνας Αλυσανδράτου




Εκφραστικός και εντυπωσιακός, Κατερίνα μου, ο τίτλος της συλλογής σου "Στην προσδοκία της σύλληψης". Μια διαρκής πορεία αναζήτησης της αλήθειας σε εποχές άστοργες, όπως εύστοχα τις χαρακτηρίζεις. Από την παιδική αθωότητα βαδίζεις στην ωριμότητα, επισημαίνοντας τα προβλήματα της εποχής μας, όπως τη σαγηνευτική χοάνη του διαδικτυακού χάους, τις υποκριτικές θεωρίες περί αγάπης, τις μασκαρεμένες σταυροφορίες για επικράτηση της ειρήνης σε καιρούς χαλεπούς, χωρίς κατανόηση και ενσυναίσθηση. Πορεύεσαι με την ανησυχία πάντοτε για το απρόσμενο, με διάθεση επιστροφής "στο ατρύγητο αμπέλι του εφηβικού έρωτα". Με λεπταίσθητους χειρισμούς των λέξεων καταθέτεις τους προβληματισμούς σου σε θέματα προσωπικά και κοινωνικά κυρίως και αναζητάς διέξοδο στη διαύγεια της αλήθειας.
Ανασταίνεις το παρελθόν και υμνείς την προσφορά της γυναίκας που βαδίζει αέναα "στον βωμό της θυσίας αγκαλιά με ένα χρέος".
Διάχυτος ο λυρισμός στους στίχους για τη μάνα, για τους αγωνιστές της πατρίδας, για την ελληνική φύση, τις παραδόσεις μας και βαθύς ο πόνος, όταν “ οι μνήμες βουλιάζουν στης λήθης την αιωνιότητα"
Το ολοκαύτωμα στο Μάτι, η τραγωδία των Τεμπών, η πυρκαγιά στην Πεντέλη δονούν θλιβερά την ποιητική γραφίδα σου και προκαλείς να αποτίσουμε δάκρυα πικρά για τους αδικοχαμένους και φόρο τιμής στους αφανείς, που πάλεψαν με αυταπάρνηση να σώσουν την ελπίδα.
Πνοή αισιοδοξίας αναδίδουν τα ποιήματα της τελευταίας ενότητας, εμπλουτισμένα με μνήμες ταξιδιωτικές και ερωτικά ηλιοβασιλέματα που φλερτάρουν με τα αστραφτερά βότσαλα του φλοίσβου.
Εύχομαι να είναι καλοτάξιδο το βιβλίο σου, να είσαι καλά και να μας χαρίζεις και άλλους καρπούς από το μεταλλείο της ψυχής σου.


Πόπη Σπιτά, Φιλόλογος, Λογοτέχνης

Πέμπτη 13 Μαρτίου 2025

"Τα κορμιά δεν ξεχνούν" του Δημήτρη Λαμπρόπουλου




Παρουσίαση του βιβλίου «Τα κορμιά δεν ξεχνούν», του Δημήτρη Λαμπρόπουλου Κέντρο Ευρωπαϊκών Εκδόσεων Χάρη Πάτση, Αθήνα 2021


Η ποιητική συλλογή "Τα κορμιά δεν ξεχνούν", του Δημήτρη Λαμπρόπουλου, είναι ένα ταξίδι στη μνήμη του σώματος, στον έρωτα και στα αποτυπώματα που αφήνει πάνω μας η συναισθηματική εμπειρία. Ο τίτλος της συλλογής είναι ιδιαίτερα εύγλωττος και φορτισμένος με συναισθηματικό βάθος. Υποδηλώνει τη δύναμη της σωματικής και ψυχικής ανάμνησης, καθώς και την αδυναμία του ανθρώπου να αποκοπεί από τις εμπειρίες που τον έχουν καθορίσει. Επιπλέον, αναδεικνύει την κεντρική θεματική του βιβλίου: τη διαρκή επίδραση του έρωτα, του πάθους, της επιθυμίας και της απώλειας πάνω μας.

Αυτό σημαίνει ότι οι εμπειρίες δεν αποθηκεύονται μόνο στο μυαλό ή στην ψυχή, αλλά και στο σώμα. Το σώμα θυμάται τα αγγίγματα, τις στιγμές έντασης, τις συναντήσεις και τους αποχωρισμούς. Αυτή η σωματική μνήμη είναι συχνά ακούσια και ανασύρεται ξαφνικά, με μια μυρωδιά, ένα άγγιγμα ή ακόμα και ένα αίσθημα απουσίας.

Η αφιέρωση της συλλογής ενισχύει αυτή την ιδέα: ο ποιητής αφιερώνει το έργο του σε όσους τον "διεκδίκησαν, πολιόρκησαν, κατέλαβαν και αποίκισαν", όχι μόνο στο μυαλό και στην ψυχή του, αλλά και στο σώμα του. Αυτό αποκαλύπτει ότι ο ποιητής βιώνει τον έρωτα ως μια δυναμική διαδικασία, όπου το "εγώ" αλληλεπιδρά με το "εσύ" σε ένα παιχνίδι εξουσίας, παράδοσης και μνήμης.

Παράλληλα, ότι οι σχέσεις αφήνουν ανεξίτηλα σημάδια, πως ο έρωτας δεν είναι απλά μια συναισθηματική διαδικασία, αλλά και μια σωματική εμπειρία που δεν μπορεί να ξεχαστεί. Έτσι, η έννοια του έρωτα διατρέχει τη συλλογή, όχι μόνο ως πάθος και ένωση, αλλά και ως απώλεια, νοσταλγία, σύγκρουση και λύτρωση.

Ο τίτλος αφήνει επίσης, ανοιχτό το ερώτημα: είναι αυτή η μνήμη κάτι όμορφο ή κάτι βασανιστικό; Είναι μια πηγή ευτυχίας ή ένας αβάσταχτος πόνος; Από το περιεχόμενο της συλλογής, φαίνεται πως η ποίηση ισορροπεί ανάμεσα στη νοσταλγία και στο τραύμα, στον ερωτισμό και στη μοναξιά, στην ένωση και στην απώλεια.

Αναμφίβολα, "Τα κορμιά δεν ξεχνούν", είναι ένας έργο που περιέχει ένταση, αλήθεια και μια υπαρξιακή συνειδητοποίηση: οι σχέσεις που μας καθόρισαν, μας ακολουθούν πάντα. Ο έρωτας αφήνει ίχνη που δεν σβήνουν ούτε από το χρόνο, ούτε από τη λήθη. Το σώμα θυμάται—και αυτή η μνήμη το καθορίζει.

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι από το περιεχόμενο του έργου, μπορούμε να διακρίνουμε διάφορες φάσεις της ερωτικής εμπειρίας, όπως την απαρχή του έρωτα ("Έρωτες βαθυπέλαγοι", "Το μυστικό", "Εμείς", "Στη σκέψη σου"), την ένταση και την επιθυμία ("Λαχτάρα", "Όταν είμαστε μαζί!", "Σου μίλησα έρωτες"), την κρίση και την αμφιβολία ("Έτσι, για να σκάσεις!", "Μεταποίηση", "Αλλαγή πλεύσης", "Χωρίς αντίσταση"), την απώλεια και τη νοσταλγία ("Ξανά πάλι", "Η απουσία", "Μια ανάσα", "Έφυγα") και τελικά, την αποδοχή και την κάθαρση ("Η εξομολόγηση", "Έχε γεια!", "Καθείς εφ’ ω ετάχθη").

Με αυτόν τον τρόπο, η συλλογή αποτυπώνει έναν πλήρη κύκλο της ερωτικής εμπειρίας, από το πρώτο σκίρτημα, την έξαρση του πάθους, τη φθορά, την απομάκρυνση και εντέλει, την εξομολόγηση ή την αποδοχή της πραγματικότητας.

Ο ποιητικός λόγος του συγγραφέα, είναι άμεσος, δυνατός και γεμάτος συναισθηματική ένταση. Οι λέξεις φορτισμένες με την προσωπική του εμπειρία, μεταφέρουν έναν λόγο που ισορροπεί ανάμεσα στο πάθος και τη μελαγχολία, με μια γλώσσα εκφραστική, δυναμική, γεμάτη μουσικότητα, μελωδία, εικόνες, συναίσθημα. Επιπρόσθετα, η γλώσσα του είναι εικονική και αισθητηριακή, γεμάτη αντιθέσεις μεταξύ φωτός και σκοταδιού, καλοκαιριού και απόδρασης, απόλυτης αγάπης και υπαρξιακής μοναξιάς. Εναλλάσσεται ανάμεσα στη λυρική απλότητα και την έντονη συναισθηματική φόρτιση, χρησιμοποιώντας μεταφορές και συμβολισμούς, όπως στο ποίημα "Είμαι ό,τι είσαι", όπου η ένωση των ερωτευμένων γίνεται ένα παιχνίδι φωτός και καθρεπτισμάτων:

"Είμαστε δυο ακτίνες που νίκησαν το καπνισμένο γυαλί".

Συμπληρωματικά, το ύφος της συλλογής είναι ειλικρινές και άμεσο. Η επανάληψη φράσεων, όπως "Έτσι τους θέλουμε τους έρωτες μας", υπογραμμίζει την εμμονή και τη βαθιά επιθυμία του ποιητή για έναν έρωτα αληθινό, απόλυτο, χωρίς εκπτώσεις.

Σημαντικό είναι το γεγονός, ότι η ποίηση του Λαμπρόπουλου βασίζεται σε ποικίλες τεχνικές, που ενισχύουν τη συναισθηματική δύναμη των στίχων του. Οι επαναλήψεις λόγου χάρη, δίνουν ρυθμό και έμφαση στα συναισθήματα. Οι αντιθέσεις τονίζουν τη σύγκρουση ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, το φως και το σκοτάδι, την παράδοση και την επανάσταση, όπως διαφαίνεται σε πολλά ποιήματα.

Εκτός αυτού, η θάλασσα, το ηλιοβασίλεμα, τα μαλλιά, τα κορμιά, η ανάσα – όλα αποκτούν έναν βαθύτερο συμβολισμό, που εκφράζει τον έρωτα ως μια εμπειρία και ένα μεγαλείο, που ξεπερνά το στιγμιαίο και γίνεται αίσθηση, μνήμη, αιωνιότητα, πάθος ("με φωτιά τα πάθη, να κυλούν στο σώμα και να το νοτίζουν"),ένωση και αλληλοσυμπλήρωση ("Είμαι ό,τι είσαι"),νοσταλγία και σωματική μνήμη ("Στη σκέψη σου, έλυσα κάβους σαν μπάρκο αλανιάρικο"), υπαρξιακή υπέρβαση, μια στιγμή μέσα στον χρόνο που ξεπερνά την περατότητα του ανθρώπου και γίνεται "μια χρονική υπεξαίρεση στο αιώνιο".

Ο έρωτας για τον λογοτέχνη μας είναι απόλυτος, απαιτητικός, αληθινός και απρόβλεπτος. Δεν είναι απλά ένα συναίσθημα, αλλά μια δύναμη που κατακλύζει, καταλαμβάνει και μεταμορφώνει.

Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, η ποιητική συλλογή ξεχωρίζει για την αυθεντικότητά της. Η ποίηση του Λαμπρόπουλου δεν είναι επιτηδευμένη. Αντίθετα, ρέει φυσικά, αποτυπώνοντας τις πιο έντονες ανθρώπινες εμπειρίες. Επίσης, διακρίνεται για την έντονη εικονοποιία. Θυμίζει κινηματογραφικά καρέ γεμάτα κίνηση, φως και σκιές, ενώ ο ρυθμός και η ροή των στίχων δημιουργούν μια αρμονία που καθηλώνει τον αναγνώστη, διότι είναι ποίηση που "μιλάει", τον κάνει να αισθανθεί, να θυμηθεί, να ταυτιστεί.

Έτσι, ο ποιητής καταφέρνει να ισορροπεί ανάμεσα στο προσωπικό βίωμα και την καθολικότητα της ανθρώπινης εμπειρίας του έρωτα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ποίημα "Μια ανάσα", όπου οι στίχοι είναι σαν ανάσες που κόβονται:

"Πώς να γίνεις παρελθόν/με τόσες λίγες στιγμές παρόν!"

Η σύντομη, κοφτή διατύπωση ενισχύει το αίσθημα της αγωνίας και της αδυναμίας να ξεχαστεί ένας έρωτας που εισχωρεί στη μνήμη, σχεδόν βιολογικά, σαν την αναπνοή.

Από την άλλη, το ποίημα "Χαρτί και μολύβι" είναι από τα πιο δυνατά, καθώς δείχνει πώς η αγάπη και η σωματική ένωση μετατρέπονται σε γραφή:

"Ποτέ μου δεν φαντάστηκα όταν θα χωρίζαμε,/ότι τα κορμιά μας θα γίνονταν χαρτιά και οι έρωτες μολύβια".

Εδώ ο ποιητής αναδεικνύει το πένθος της ερωτικής απώλειας, αλλά και την τάση να αποτυπώνει στο χαρτί όσα δεν μπορούν να βιωθούν πλέον στην πραγματικότητα. Η πράξη της γραφής μετατρέπεται σε συνέχεια του έρωτα, σε έναν τρόπο να επιβιώσει η μνήμη.

Το "Κονσέρτο", υιοθετεί μια πιο θεατρική και δραματοποιημένη προσέγγιση. Ο ποιητής παρουσιάζει τον έρωτα ως παράλογη παράσταση, όπου ο ίδιος είναι ταυτόχρονα τραγουδιστής και θεατής:

"Τραγωδός και θεατής μοναδικός – εγώ/Σε κονσέρτο παράλογο!"

Ο έρωτας εδώ παίρνει διαστάσεις θεάματος, όπου το πάθος, η νοσταλγία και η απώλεια γίνονται συμφωνία που αντηχεί στο σύμπαν. Η υπερβολή και η θεατρικότητα αποτυπώνουν την ένταση των συναισθημάτων.

Έπειτα, στο ποίημα "Τρία γράμματα", ο συγγραφέας φτάνει στο σημείο της αποκοπής, της τελικής προσπάθειας να απομακρύνει τον άλλο από μέσα του:

"Μου έχουν μείνει λίγες ακόμα ανάσες,/για να σβήσω τα τελευταία/3 γράμματα από το όνομά σου".

Εδώ ο έρωτας ταυτίζεται με τη γλώσσα, με το ίδιο το όνομα του αγαπημένου προσώπου. Η ιδέα ότι κάποιος προσπαθεί να διαγράψει ένα όνομα δείχνει την αδυναμία της λήθης. Η σχέση μνήμης-ονόματος θυμίζει την οδύνη που προκαλεί η ίδια η ύπαρξη του αγαπημένου στην ανάμνηση.

Η ποίηση του Δημήτρη Λαμπρόπουλου υπενθυμίζει ότι οι άνθρωποι, όσο κι αν προσπαθήσουν, δεν μπορούν ποτέ πραγματικά να ξεχάσουν—γιατί τα κορμιά, οι σκέψεις και τα ονόματα κουβαλούν πάντα μέσα τους τον απόηχο όσων αγάπησαν.

Ολοκληρώνοντας, "Τα κορμιά δεν ξεχνούν", είναι μια βαθιά συγκινητική συλλογή, που υμνεί τον έρωτα όχι μόνο ως συναίσθημα, αλλά και ως βίωμα, μνήμη και μεταμόρφωση. Ο συγγραφέας καταφέρνει με μοναδική επιδεξιότητα και ταλέντο να δημιουργήσει ποίηση, που δεν περιγράφει απλώς τον έρωτα, αλλά τον κάνει να ζει μέσα στις λέξεις του. Είναι μια ποιητική φωνή που δεν φοβάται να μιλήσει για πάθος, απώλεια, ένωση και υπέρβαση—μια φωνή που επιβεβαιώνει ότι, πράγματι, τα κορμιά δεν ξεχνούν. Μια συλλογή που εξερευνά το βάθος των συναισθημάτων και τον τρόπο που ο έρωτας χαράσσεται ανεξίτηλα μέσα μας.


Σοφία Σκλείδα, Φιλόλογος, Συγγραφέας, Διδάκτωρ Συγκριτικής Παιδαγωγικής, Μέλος του Δ.Σ της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών

 


Επιμέλεια ανάρτησης: Σταυρούλα Δεκούλου

 

Πέμπτη 6 Μαρτίου 2025

"Η Προφητεία της Ατλαντίδας" του Μιχάλη Γριβέα






Γυμνή, αφτιασίδωτη, αλάξευτη, απροκάλυπτη, ασυμβίβαστη η πένα του Μιχάλη Γριβέα βουτάει ατρόμητη στο σήμερα και στο χτες, μπερδεύει τον χρόνο και το χώρο και γίνεται κλειδοκράτορας των διαστάσεων. Και όλα αυτά για να μας φέρει όλους προ των ευθυνών μας. Να μας αναγκάσει να κοιτάξουμε κατάματα τις κακοφορμισμένες πληγές και τα ράκη της κοινωνίας μας.

Ο συγγραφέας απογυμνώνει όλα τα κακώς κείμενα της εποχής μας με τόσο ηχηρό τρόπο που συχνά ο αναγνώστης νιώθει την ανάγκη να ουρλιάξει για ν’ αντισταθμίσει την αλήθεια που του αποκαλύπτεται με την επίπλαστη πραγματικότητα την οποία έχει μάθει να ανέχεται.

Ο συγγραφέας δεν διστάζει να ρίξει αλάτι στις πληγές του κόσμου μας που σήπεται. Νιώθει την ανάγκη να τον ακούσει να φωνάζει μέχρι να μαρτυρήσει όλο το άδικο και το απάνθρωπο αυτής της εποχής. Σαν μαγικός καθρέπτης μας επιτρέπει να μεταφερθούμε σε παρελθόν και παρόν να παρακολουθήσουμε τα μικρά και μεγάλα μυστικά και λάθη των ηρώων του.

Όλα αυτά δεμένα σε μια ιστορία που μας επιτρέπει να συμπορευόμαστε με τη ζωή των ηρώων που εξελίσσεται και μεταβάλλεται πάντα με κεντρικό στόχο και όνειρο την Ατλαντίδα, μια κρατώντας τη μέσα στα χέρια τους και μια ψάχνοντάς τη στον χρόνο.

Ο Μιχάλης Γριβέας τολμά να στέκεται απέναντι στο σήμερα και το χτες και φωνάζει με όλη του τη δύναμη πως ο αυτοκράτορας είναι γυμνός. Και όλοι όσοι τον ακούμε δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε μαζί του.

Έκλεισα το βιβλίο νιώθοντας πως είχα βρεθεί σε μια πορεία απέναντι στα λάθη της εποχής μου και πως είχα καταφέρει να θέσω τον πρώτο λίθο για να αρχίσει να αλλάζει. Γιατί το πρώτο βήμα για την αλλαγή είναι η αποκάλυψη κι έπεται η αποδοχή. Και αυτή τη σθεναρή και βροντερή κατά Μιχάλη Γριβέα αποκάλυψη της αλήθειας δεν τολμά να την αμφισβητήσει κανείς.




Απόσπασμα από το βιβλίο


«Ασθμαίνοντας από δέος, εκλιπαρώντας μια μοιρασιά στους φόβους μου, φώναξα ξανά και ξανά στον Ινδιάνο φίλο μου:
«Ακούς, γέρο Ινδιάνε;
Ακούς πως η προφητεία της Ατλαντίδας μπορεί να προβλέπει έναν πόλεμο Η.Π.Α. – Ρωσίας στην εποχή μας;
Ακούς, Ινδιάνε, ότι ένας τέτοιος πόλεμος θα καταλήξει σε πυρηνικό ολοκαύτωμα πάσης της ανθρωπότητας;
Το ακούς;»
Κανείς δεν απάντησε!
Η φριχτή υποψία πως πράγματι ένας τέτοιος πόλεμος ανάμεσα στις υπερδυνάμεις μπορεί να είναι προ των πυλών κάρφωσε τις ρίζες της στη φαιά μου ουσία. Μήπως η προφητεία του Πλάτωνα δεν ήταν παρά μια δυσοίωνη μαντεία για το τέλος της ανθρωπότητας; Μήπως μάλιστα αυτή αφορούσε ακριβώς τη δική μας εποχή;
Όμως ο μεγάλος Έλληνας φιλόσοφος δεν ήταν Νοστράδαμος… Δεν μπορεί να μας κληροδότησε μια εσχατολογική προφητεία.
Αντίθετα, στον Πλάτωνα ταιριάζει να μας παρέδωσε έναν προειδοποιητικό χρησμό. Έναν χρησμό ελεύθερης βούλησης. Μια φιλοσοφική ανάλυση που μας επιτρέπει να επιλέξουμε πώς θα χειριστούμε τις εξελίξεις. Μια σοφία που θέλει να μας αποτρέψει από την αυτοκαταστροφή και να ανοίξει δρόμους για μια διαφορετική πορεία της ανθρωπότητας στο μέλλον, το δικό μας μέλλον!
Μας προφητεύει την αναπόφευκτη κατάρρευση της παντοκρατορίας, και μας αποτρέπει να γίνει αυτό από «Ιζνογκούντ» που θέλουν να γίνουν «Χαλίφηδες» στη θέση του «Χαλίφη» χρησιμοποιώντας τα ίδια βίαια μέσα με αυτόν.
Αφήνει στη δική μας εποχή την κυοφορία του καινούργιου. Την έξοδο από την περίοδο των αυτοκρατοριών, αποικιοκρατιών, επεκτατισμών και παντοκρατοριών με τη γέννηση μιας άλλης οικουμενικότητας!
Και ποια είναι η έξοδος από αυτό το αδιέξοδο, αν δεν θέλουμε αυτή να ταυτιστεί με το τέλος του είδους μας;
Είναι μια ιδεολογική επανάσταση! Μια ειρηνική, πολιτισμική, κοινωνική, πνευματική αναγέννηση. Μια αντίσταση, χωρίς βία και βαρβαρότητα, στην κοσμοκρατορία.
Είναι ένα καινούργιο, ένα τεράστιο, κύμα ιδεών που θα ενώσει τους ανθρώπους ενάντια σε κάθε διαχωρισμό, εθνικό, φυλετικό, θρησκευτικό, σεξουαλικό, γεωγραφικό, πολιτισμικό.
Ένα κύμα που θα αγκαλιάσει ισότιμα όλες τις διαφορετικότητες, που θα αρνηθεί τον πόλεμο, τη βία, τη βαρβαρότητα, τον καταναγκασμό.
Ένα παγκόσμιο σύστημα συμβίωσης, ισοτιμίας, δικαιοσύνης, αλληλεγγύης.
Μια νέα ενοποίηση του ανθρώπου με τη φύση, τα πλάσματα και τα δημιουργήματά της. Ένα παγκόσμιο ειρηνικό τσουνάμι ελευθερίας, δημοκρατίας, πολιτισμού, οικολογίας.
Μια «ανθρωποκρατορία»!
Συνεπαρμένος φώναξα για τελευταία φορά στον γέρο Ταντ:
«Ακούς, γέρο Ινδιάνε;
Ακούς ότι οι Η.Π.Α. δεν θα πέσουν με πόλεμο;
Ακούς, Ινδιάνε, ότι η πτώση των παντοκρατοριών μπορεί να γίνει μόνο με μια νέα, ειρηνική, οικουμενική επανάσταση, την ανθρωποκρατορία;
Το ακούς;»
Κανείς δεν απάντησε!»

Κυριακή 2 Μαρτίου 2025

Ευαγγελία Ρουμελιώτου - Δαρσινού, "Οι φίλοι"



Φωτογραφία : Ευαγγελία Ρουμελιώτου - Δαρσινού 
(Απώλεια)



ΟΙ ΦΙΛΟΙ

Απόψε ήρθαν στο σπίτι
οι παλιοί συμμαθητές.
Είμαστε όμορφη παρέα.
Πέρασαν τόσα χρόνια,
αλλά ξαναβρεθήκαμε.
Κυλάνε οι ώρες και διαπιστώνω
πως κάποιοι λείπουν.
Πού είναι οι άλλοι;
Έχουν πολύ αργήσει.
Και κάποιος της παρέας απαντά.
"Όχι δεν άργησαν
Αυτοί δε θα ξανάρθουν..."

Από την ποιητική συλλογή  ΡΩΓΜΕΣ 
Το ποίημα "Οι Φίλοι" αφιερώνεται στους 57 συνανθρώπους μας που έχασαν τη ζωή τους στο τραγικό ραντεβού με το θάνατο στα Τέμπη στις 28/2/2023


Η Σταυρούλα Δεκούλου σχολιάζει: Η Ευαγγελία Ρουμελιώτου - Δαρσινού αναζητά την τελειότητα του στίχου μέσα στην απλότητα των λέξεων. Νιώθει την ανάγκη οι στίχοι της όχι να εντυπωσιάζουν, αλλά να αφυπνίζουν, να συμπονούν, να περιθάλπουν τους αναγνώστες της. Στίχοι γεμάτοι νοήματα, πλούσιοι συναισθημάτων και ενσυναίσθησης γίνονται δωμάτια με πόρτες ανοικτές στα οποία  η ποιήτρια μας επιτρέπει να εισέλθουμε για να μας κοινωνήσει τη θεώρησή της για τη ζωή και τον κόσμο. Μια άγρυπνη ποιήτρια έτοιμη να περιγράψει με την πένα της τα καλώς και κακώς καμωμένα, έτοιμη να πολεμήσει για να θέσει με την πένα της τα όρια για ένα καλύτερο αύριο. 



     


ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΟΝΕΣ της ΑΝΝΑΣ ΦΙΛΙΩΤΟΥ





Γυναίκες μόνες… μεταξωτές, λαξευμένες, αλαβάστρινες, ενδεδυμένες με πολλά στρώματα από θύμησες κι εμπειρίες. Γυναίκες που ξεχωρίζουν. Πώς αλλιώς θα ήταν δυνατόν να συμβαίνει; Κάθε γυναίκα είναι ξεχωριστή και αξιοπρόσεχτη. Ό,τι δεν μας αρέσει σε μια γυναίκα είναι το φάντασμα από καθετί όμορφο που δεν της επιτρέψαμε να μαρτυρήσει, να ζήσει και να μοιραστεί.

Η συγγραφέας Άννα Φιλιώτου μας συνοδεύει σε ένα οδοιπορικό της γυναικείας ευαισθησίας και του πολυπλοκότατου και πολύπλευρου ρόλου της γυναίκας. Μέσα από τη βαθιά αγάπη για τους ασθενείς της και την ειλικρινή ενσυναίσθηση για τις εκπροσώπους του φύλου της συλλέγει στιγμές και μνήμες, τις αποστάζει και τις φυλά σε ένα μπουκαλάκι κρυστάλλινο, ιδανικό για τη φύλαξη των αρωμάτων και τη διασφάλιση της μοναδικής τους ευωδιάς.

Η Άννα Φιλιώτου στο βιβλίο της «Γυναίκες μόνες…» μας φιλεύει εσάνς χαράς, θλίψης, απαντοχής, αφοσίωσης, απώλειας, παραίτησης, εγκατάλειψης, έρωτα, εκδίκησης. Η αγάπη για τον άνθρωπο, τον συνάνθρωπο, τον συνάδελφο, τον ασθενή, τον συνοδό. Δεν είναι τυχαίο που η συγγραφέας έχει τόσες ιστορίες να μοιραστεί. Ιστορίες πλούσιες από μοναδικές εξομολογήσεις κι αποκαλύψεις.

Δεν είναι τυχαίο τα όσα της αποκαλύφθηκαν. Συνέβη γιατί αγαπάει τους ανθρώπους, τους αφιερώνει χρόνο, τέρπει την ψυχή τους και κατευνάζει την τρομαγμένη τους σκέψη. Γι’ αυτό και η ζωή και ο χρόνος της χάρισαν συνοδοιπόρους και ιστορίες που μόνο εκείνη θα μπορούσε να κρατήσει ζωντανές και να τις μοιραστεί με τους αναγνώστες της.

Η γραφή της ανθρώπινη, σωστή, οικεία, αλάνθαστη. Δεν κλέβει από τη ζεστασιά και τη μαγεία των ιστοριών που αποκαλύπτει. Αφήνει τις διηγήσεις της να κυλούν σαν το νερό στο ρυάκι, απροβλημάτιστα, κελαρυστά και μαζί με τις λέξεις της αφηνόμαστε κι εμείς στο αέναο ταξίδι του νερού.

«Γυναίκες μόνες…» μια αγκαλιά ιστορίες που έρχονται να μας καλοπιάσουν, να μας παρηγορήσουν, να μας νουθετήσουν, να γλυκάνουν τη μοναξιά μας με αυτή των ηρωίδων τους μαρτυρώντας έτσι και την ανθρώπινη και ευαίσθητη πλευρά της συγγραφέως.

Αγαπημένη Άννα, συγχαρητήρια για το νέο σου βιβλίο κι αν θα ήθελα κάτι παραπάνω από αυτό, θα ήταν να είμαι μια από τις ιστορίες σου, έχοντας έτσι εξασφαλίσει και τη χαρά κάποιου κοινού χρόνου μαζί σας. Καλοτάξιδο!

Γυναίκες μόνες, Άννα Φιλιώτου, Εκδόσεις Λεξίτυπον